- μοναρχία
- Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η oποία είναι αντίθετη στη δημοκρατία. Παρόλα αυτά δεν είναι εύκολος ο καθορισμός των κύριων διακριτικών χαρακτηριστικών της μ., εξαιτίας του πλήθους των τύπων που παρουσιάζουν τόσο η μ. όσο και η δημοκρατία. Επίσης δεν κρίνεται πια ικανοποιητικό το κριτήριο της κληρονομικότητας είτε γιατί δεν λείπουν παραδείγματα δημοκρατιών με δυναστικό χαρακτήρα, περισσότερο ή λιγότερο αναγνωρισμένο, είτε γιατί υπάρχουν μοναρχίες που δεν είναι κληρονομικές· π.χ., η ρωμαϊκή αυτοκρατορική μ. στηριζόταν στην υπόδειξη από τον προκάτοχο και το κριτήριο αυτό περιλήφθηκε και στο ναπολεόντειο Σύνταγμα. Στην Πολωνία υπήρχε αιρετή μ. και η Καθολική Εκκλησία διατηρεί ακόμα και σήμερα σύστημα αιρετής μοναρχίας. Πρέπει ακόμα να απορριφθεί το κριτήριο της ενότητας στο φυσικό πρόσωπο του άρχοντα της ανώτατης εξουσίας, όπως και το κριτήριο της ανεξαρτησίας του μονάρχη από τον έλεγχο της δικαιοσύνης. Δεν λείπουν πραγματικά στην τυπολογία της μ. περιπτώσεις δυαρχίας και τριαρχίας, καθώς και μορφές μ., υποταγμένες στην κυριαρχία του νόμου (συνταγματικές μοναρχίες). Το κριτήριο που θα μπορούσε να ενώσει σ’ έναν μόνο τύπο τις διάφορες μορφές μ. είναι μάλλον η έλλειψη ενός αυστηρού συνδέσμου μεταξύ της ανόδου στην κορυφή του μοναρχικού συστήματος και της λαϊκής υπόδειξης, δηλαδή η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ο μονάρχης δέχεται πραγματικά τον τίτλο του, ακόμα και στις αιρετές μοναρχίες, από μια δύναμη, η οποία δεν είναι ο λαός. Η δύναμη αυτή ήταν διαφορετική κατά τις ιστορικές περιόδους: στην αρχή ήταν η «ελέω θεού» ή «θεία χάριτι» και αργότερα η αρχή της κληρονομικής νομιμότητας, δηλαδή η για μεγάλο χρονικό διάστημα κατοχή του αξιώματος από μια βασιλεύουσα δυναστεία. Αλλά και η ίδια η συνταγματική μ., που δέχεται ως βάση της πολιτικής ζωής την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, μένει πάντα η ίδια, προσκολλημένη στη νομιμότητα της εξουσίας και του μοναρχικού τίτλου θεωρώντας ότι δεν δεσμεύεται από καμιά μορφή ευθύνης και επομένως από τον κίνδυνο να παυθεί.
Για τον σημαντικό αυτό περιορισμό του κριτηρίου της πηγής του τίτλου, η μ. θεωρείται από πολλούς νομικούς αντίθετη προς τη δημοκρατία, με όλες τις έννοιες του όρου. Αλλά η διαφορά στις έννοιες της δημοκρατίας δημιουργεί σημαντικές δυσκολίες στην ταξινόμηση. Για τους λόγους αυτούς, η καθιερωμένη διάκριση των μορφών διακυβέρνησης σε μ. και δημοκρατία επικρατεί όλο και περισσότερο σχετικά με άλλες που στηρίζονται σε διαφορετικές ερμηνείες της δημοκρατίας.
Η κατάληψη της Βαστίλης, της παλαιάς κρατικής φυλακής (14 Ιουλίου 1789), θεωρείται σύμβολο της κατάλυσης της μοναρχίας. Στη φωτογραφία, πίνακας του Σαρλ Τεβενέν, στον οποίο απεικονίζεται η σύλληψη του τελευταίου διοικητή της φυλακής Τουρντάν ντε Λονέ (Μουσείο Καρναβαλέ, Παρίσι).
* * *η (ΑΜ μοναρχία, Α ιων. τ. μουναρχίη, Μ και μοναρχιά)1. πολίτευμα σύμφωνα με το οποίο φορέας τής πολιτικης εξουσίας είναι ένα φυσικό πρόσωπο, ο μονάρχης2. σύστημα διακυβέρνησης κατά το οποίο αρχηγός τού κράτους και τής κυβέρνησης είναι ένα πρόσωπο με σχεδόν απεριόριστες εξουσίες που έχει τον τίτλο τού βασιλιά και τού αποδίδεται ειδική θρησκευτική και συμβολική σημασίανεοελλ.1. η εξουσία τού μονάρχη2. φρ. α) «απόλυτη μοναρχία» — μορφή πολιτεύματος στο οποίο υπέρτατο νόμο αποτελεί η θέληση τού μονάρχη χωρίς να περιορίζεται από κάποια διάταξηβ) «συνταγματική μοναρχία» — μορφή πολιτεύματος στο οποίο οι εξουσίες τού μονάρχη περιορίζονται από διατάξεις τού Συντάγματοςγ) «κοινοβουλευτική μοναρχία» — μορφή πολιτεύματος σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη έναντι τού κοινοβουλίουδ) «μοναρχία ελέω Θεού» — θεοκρατική αντίληψη βάσει τής οποίας οι διάφοροι μονάρχες και βασιλιάδες έχουν οριστεί από τον θεό να κυβερνούν τους λαούςνεοελλ.-μσν.κράτος το οποίο έχει μοναρχικό πολίτευμαμσν.-αρχ.το δόγμα τής ύπαρξης ενός και μοναδικού θεού, το δόγμα τού μονοθεϊσμούαρχ.|| 1. (για αρχιστράτηγο) η ανώτατη διοίκηση τού στρατού2. εξουσία τού Ρωμαίου δικτάτορα.
Dictionary of Greek. 2013.